επανείρομαι

επανείρομαι
ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι]
1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ' επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ' ἐπανερόμαν», Αισχύλ.)
2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”